βουτυροκομείο

βουτυροκομείο
το
εργαστήριο παρασκευής βουτύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομείο, νοσοκομείο, τρελοκομείο κ.ά.). Η λ. βουτυροκομείον μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικολάου Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουτυροκομείο — το εργαστήριο όπου γίνεται το βούτυρο, βουτυροποιείο: Χρησιμοποιούνται πια υπερσύγχρονα μηχανήματα στα βουτυροκομεία, χωρίς την παρέμβαση ανθρώπινων χεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροποιός (πρβλ. αλλαντοποιείο, ζυθοποιείο, οινοποιείο κ.ά.). Η λ. βουτυροποιείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

  • βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο, το βουτυράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”